- στολάρχης
- ὁ, ΜΑο αρχηγός τού στόλουαρχ.πιθ. ελεγκτής τού ιματισμού, τών στολών.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στολάρχης — commander of a fleet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολάρχαι — στολάρχης commander of a fleet masc nom/voc pl στολάρχᾱͅ , στολάρχης commander of a fleet masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαρχῶν — στολάρχης commander of a fleet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολάρχην — στολάρχης commander of a fleet masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαγωγός — ὁ, Α στολάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + αγωγός] … Dictionary of Greek
στολαρχία — ή, ΝΑ [στολάρχης] η θέση και το αξίωμα τού στολάρχου … Dictionary of Greek
στολαρχίδα — η / στολαρχίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. η ναυαρχίδα, πολεμικό πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο στόλαρχος 2. το σήμα τού στολάρχου αρχ. (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) η αρχηγός τού στόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολάρχης + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ναναρχ ίδα)] … Dictionary of Greek
στολάρχου — στόλαρχος masc gen sg στολάρχης commander of a fleet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)